κοκορομαχία

κοκορομαχία
η
1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα
2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, ταυρο-μαχία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. cockfight].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλεκτορομαχία — η μάχη ανάμεσα σε αλέκτορες, κοκορομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέκτορας + μαχία < μάχος < μάχη] …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • σκοροδίζω — Α 1. (ιδίως σχετικά με κοκόρια πριν από κοκορομαχία) ταΐζω με σκόρδο 2. καρυκεύω με σκόρδο 3. μτφ. κάνω κάποιον να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον. Η μτφ. σημ. τού ρ. «κάνω κάποιον να θυμώσει» οφείλεται στο ότι έδιναν στα κοκόρια σκόρδο πριν από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”